τινθυρίζω

τινθυρίζω
Α
(για πτηνά) τιττυβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τινθυρίζουσαι — τινθυρίζω twitter pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτθυρίζω — Μ φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τινθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”